Την Τετάρτη 28 Απρίλη του 1976, δύο μέρες πριν το τέλος, ο Αλέκος Παναγούλης έγραφε:
"Όπως γυρόφερναν στο παρελθόν οι ποιητές
και όπως κήρυτταν τις αλήθειες τους
αλήθειες ντυμένες με ωραία λόγια
από τις διηγήσεις βαφτισμένες
έτσι γυρόφερνα και
εγώ σε τόπους άγνωστους αλλά ωραίους σε σύγκριση με τους δικούς μας
και ήθελα να πιστέψω ότι δε γύριζα τη ράχη στον κόσμο
Δεν ταξιδεύω εγώ,
μιλώ στον εαυτό μου
στα δάση τα βουνά τις κοιλάδες
δεν ταξιδεύω εγώ,
είναι οι αγροί που τρέχουν
και η θύμηση η δεμένη με τους φίλους
που σε κάποια μεριά περίμεναν να με δουν να
ξεπροβάλλω ξαφνικάστις μακρινές μέρες όπου με μόνη τη δύναμη των ονείρων
χτίζαμε ελπίδες και ο πόνος μας συνόδευε πάντοτε
παντούΔέντρα βουνά κοιλάδες ταξιδεύουν
και γω δεμένος με αυτούς που υπέφεραν γιατί
υπέφεραπου έκλαιγαν γιατί
έκλαιγαπου επικαλούνταν σίδερα γιατί ήμουν πίσω από τα σίδερα
μόνοςΠέρασαν χρόνια και γω
χωρίς να ξεχάσω το πόνο αλλά χωρίς να γίνω άδικος με το να τον αναπολώ
στους ίδιους δρόμους βαδίζω
δρόμους που μόνο όποιος έχει υποφέρει γνωρίζει
και το κελί μου
λαχταρώ με νοσταλγία
αν σκεφτώ ότι εκείνες τις μέρες έδινα κάτιότι όλοι καταλάβαινανΚαι όταν σκέφτομαι αυτά που ξέρω
αυτά που συμβαίνουν τώρα
τώρα περισσότερο από άλλοτε
χωρίς οι άλλοι να μπορούν να τα καταλάβουν
ούτε καν
να τα
διαισθανθούν λέω: το τέλος μου θα έρθει έτσι όπως το θέλουν αυτοί που έχουν την εξουσία".
Ο Αλέκος Παναγούλης δολοφονήθηκε πριν 32 χρόνια την ίδια μέρα, ώρα και στιγμή που αναρτώ αυτη τη δημοσίευση:
Ήταν 36 χρονών.